- θηράσαι
- θηρά̱σᾱͅ , θηράωhuntpres part act fem dat sg (doric)θηρά̱σαῑ , θηράωhuntaor opt act 3rd sg (attic)θηρά̱σαῑ , θηράωhuntaor opt act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρᾶσαι — θηράω hunt pres ind mp 2nd sg θηράω hunt pres part act fem nom/voc pl (doric) θηράω hunt aor inf act (attic) θηράω hunt aor inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρασαι — θήρᾱσαι , θηράω hunt pres ind mp 2nd sg (attic) θήρᾱσαι , θηράω hunt aor imperat mid 2nd sg (attic) θήρᾱσαι , θηράω hunt aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξισχύω — ἐξισχύω (AM) είμαι πολύ δυνατός («οὐδόλως ἐξισχύσωμεν τὸ θήραμα θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξουσιάζω, επικρατώ 2. έχω στην εξουσία μου, καταδυναστεύω («τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχύον») 3. μέσ. (για φλόγα) δυναμώνω («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι… … Dictionary of Greek